- μαλακοχειρ
- μαλακόχειρμᾰλᾰκό-χειρ-χειρος adj. имеющий легкую руку, т.е. мягкий, безболезненный
(φαρμάκων νόμος Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φαρμάκων νόμος Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μαλακόχειρ — μαλακόχειρ, ειρος, ὁ, ή (Α) αυτός που έχει μαλακά και ελαφρά χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + χείρ] … Dictionary of Greek
μαλακόχειρα — μαλακόχειρ soft handed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek